- κωπηλασία
- ητράβηγμα του κουπιού, κίνηση πλοίου με τα κουπιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωπηλασία — κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc/acc dual κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίᾳ — κωπηλασίᾱͅ , κωπηλασία rowing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… … Dictionary of Greek
κωπηλασίας — κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem acc pl κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίαν — κωπηλασίᾱν , κωπηλασία rowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίαις — κωπηλασία rowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίη — κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπηλασία — η (Α κωπηλασία) [κωπηλάτης] 1. το τράβηγμα τού κουπιού 2. η προώθηση τού σκάφους πάνω στην επιφάνεια τού νερού με κατάλληλους χειρισμούς τών κουπιών («τὸν τῆς κωπηλασίας πόνον», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. είδος αθλήματος με κωπήλατες λέμβους 2.… … Dictionary of Greek
υπειρεσία — ἡ, Α κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἰρεσία «κωπηλασία». Πρόκειται για αμφβλ. γρφ.] … Dictionary of Greek
φιλήρετμος — ον, Α (κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ ήρετμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek